λιπομαρτυρία

λιπομαρτυρία
η [λιπομάρτυρας]
η μη προσέλευση στο δικαστήριο ή στις ανακριτικές αρχές τού μάρτυρα ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιπομαρτυρία — η το να μην εμφανιστεί κάποιος μάρτυρας στο δικαστήριο: Πλήρωσε πρόστιμο για λιπομαρτυρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπομαρτύριον — λιπομαρτύριον, τὸ (Α) 1. η μη προσέλευση μάρτυρα στο δικαστήριο, η λιπομαρτυρία 2. φρ. «λιπομαρτυρίου δίκη» η δίκη που εγειρόταν από έναν διάδικο εναντίον μάρτυρα ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα καταθέσει αλλά δεν προσήλθε στο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”